- φυλλοβόλημα
- yaprak dökümü
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
φυλλοβόλημα — το, Ν [φυλλοβολώ] η φυλλοβολία … Dictionary of Greek
φυλλοβόλημα — το, ατος το πέσιμο των φύλλων, το φυλλορρόισμα, η φυλλόρροια, η φυλλοβολή, η φυλλοβολία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυλλοβολή — η το φυλλοβόλημα (βλ. λ.): (Φύλλο)που ...τρεμοσβήνεις μες στη φυλλοβολή (Λ. Πορφύρας) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυλλοβολία — η το φυλλοβόλημα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυλλορρόισμα — το, ατος φυλλοβόλημα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)